τσιμπίδα — η λαβίδα κάθε είδους και κυρίως η πυράγρα, η μασιά: Σκάλισε τη φωτιά με την τσιμπίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… … Dictionary of Greek
τσιμπίδι — το, Ν [τσιμπίδα] υποκορ. τ. τού τσιμπίδα … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
δίχηλος — και δίχαλος, η, ο (AM δίχηλος, ον και δίχαλος, ον) 1. (για ζώα) αυτός που έχει δύο χηλές, με την οπλή χωρισμένη στα δύο 2. διχαλωτός νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δίχηλα τα αρτιοδάκτυλα θηλαστικά (πρόβατο, γίδα κ.λπ.) των οποίων τα δύο… … Dictionary of Greek
διλάβι — το (Μ διλάβιον) εργαλείο με δύο λαβές, τσιμπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι* + λάβιον «χερούλι»] … Dictionary of Greek
ηλάγρα — η εργαλείο με το οποίο αποσπούμε τα καρφιά, κν. τανάλια, πένσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + άγρα «ενέργεια τού συλλαμβάνειν». Νεόπλαστο κατά τα αρχ. κρεάγρα «τανάλια κρέατος», πυράγρα «τσιμπίδα τής φωτιάς» κ.ά. Μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Αλ.… … Dictionary of Greek
θέρμαστις — και θερμαστίς, ίδος, ἡ (Α) η θερμαστρίδα, η τσιμπίδα για τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί θέρμαστρις (βλ. θερμαστρίδα)] … Dictionary of Greek
θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… … Dictionary of Greek
μασιά — και μασά, η 1. εργαλείο για το σκάλισμα τής φωτιάς, τσιμπίδα 2. είδος λαϊκού μουσικού οργάνου στη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. masa] … Dictionary of Greek